- μετρητικός
- -ή, -ό(Α μετρητικός, -ή, -όν) [μετρητής]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μέτρηση ή που είναι αρμόδιος για μέτρηση ή που είναι ικανός στη μέτρηση («ἐπειδή μέτρον καὶ μετρητικἠ καὶ μετρητικὸς τὸ μεῑζον καὶ τὸ ἔλαττον διακρίνει», Πλάτ.)2. το θηλ. ως ουσ. η μετρητικήη τέχνη τής μέτρησης («μετρητικ]ὴ δὲ μήκους καὶ ἐπιπέδου καὶ βάθους ὡς ἓν αὖ δεύτερον», Πλάτ.)μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ μετρητικόνείδος ναυτικού φόρουαρχ.1. (για αριθ.) ο ικανός να διαιρέσει κάτι2. ο σχετικός με το μέτρο.επίρρ...μετρητικώς και -ά(Α μετρητικῶς)σύμφωνα με τον τρόπο τών μετρητών ή με τον τρόπο με τον οποίο μετριέται κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.